- αλατίνιστος
- -η, -ο [λατινίζω]1. αυτός που δεν συντάχθηκε σύμφωνα με τους κανόνες τής λατινικής γλώσσας2. ο μη κάτοχος τής λατινικής γλώσσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατίνιστος — η, ο αυτός που δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της λατινικής γλώσσας: Είχε παραδώσει ένα γραπτό εντελώς αλατίνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)